μικροπαντρεύω

μικροπαντρεύω
μικροπάντρεψα, μικροπαντρεύτηκα, μικροπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον σε μικρή ηλικία: Μικροπαντρεύτηκε αλλά άργησε να κάνει παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροπαντρεύω — 1. (για γονείς) παντρεύω τον γιο ή την κόρη μου σε νεαρή ηλικία 2. (συν. το μέσ.) μικροπαντρεύομαι παντρεύομαι σε μικρή ηλικία 3. παροιμ. «ή μικρός μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου» ή «που μικροπαντρευτεί ποτές δε μετανοιώνει» λέγονται σε… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροπαντρεμένος — η, ο [μικροπαντρεύω] αυτός που έχει παντρευτεί σε μικρή ηλικία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”